- γενικεύσιμος
- η , ο [ος , ον ] поддающийся обобщению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γενικεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να γενικευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
γενικεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να γενικευτεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)